- θαειτο
- θαεῖτοTheocr. v. l. θηεῖτο 3 л. sing. impf. к θηέομαι См. θηεομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τόθι — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθι και στο αναφ. ὅθι) σε αυτή τη θέση 2. όπου («ὡρμάθη ποτὶ σᾱμα πατρός, ὅθι καρτερὸς Ἴδας κεκλιμένος θαεῑτο μάχην», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. το (βλ. λ. τόθεν) τού ουδ … Dictionary of Greek